- ρεπό
- το(λ. γαλλ.), ανάπαυση, κυρίως εργαζομένου: Από φέτος, το Σάββατο θα 'χουμε ρεπό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρεπό — το, Ν 1. προσωρινή διακοπή τής εργασίας για αναψυχή, ανάπαυλα* 2. ανάπαυση τών μισθωτών κατά τη διάρκεια τής εβδομάδας 3. άδεια εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. repos < reposer «ησυχάζω, αναπαύομαι» (< λατ. repono)] … Dictionary of Greek
θέμελο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 322 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, στην περιοχή των εκβολών του Αχέροντα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το θεμέλιο*.… … Dictionary of Greek
Βαφέας, Βασίλης — (Αλεξάνδρεια 1944 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε χημεία στην Αθήνα και στο Παρίσι και εργάστηκε για ένα μεγάλο διάστημα ως χημικός στην Αθήνα. Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο με τις μικρού μήκους ταινίες Απορρόφηση στα 257 (1973) … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό Κέρκυρας — Η Βυζαντινή Συλλογή Κέρκυρας στεγάζεται στον ανακαινισμένο χώρο της κεντρικής πύλης του παλαιού φρουρίου της πόλης και περιλαμβάνει εκθέματα από τη βυζαντινή συλλογή του Μουσείου Ασιατικής Τέχνης, η οποία συγκροτήθηκε το 1939 και εμπλουτίστηκε το … Dictionary of Greek
Πεταλιοί — Συγκρότημα νησιών του νότιου Ευβοϊκού Κόλπου, σε απόσταση 8 μιλίων από τον όρμο της Καρύστου. Πρόκειται για τα μικρά νησιά Μεγαλονήσι, Ξερονήσι, Φούντη, Τραγονήσι ή Τράγος, Λαμπερούσες και Αβγό (συνολική έκταση 17,20 τ. χλμ.). Στα χρόνια της… … Dictionary of Greek